- προσκατεπείσθης
- πρός , κατά , ἐπί , εἰσ-θάωpres ind act 2nd sgπρός , κατά , ἐπί , εἰσ-θάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)πρόσ-καταπείθωpersuadeaor ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.